Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Κάποια κεφάλαια...

Ήταν ώρα τώρα που το αναθεματισμένο το αεροπλάνο έκανε αναταράξεις. Σαν να έτρεχε πάνω σε πέτρες με τα λάστιχα σκασμένα. Ο Τομ έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα χείλη του. Όταν ήταν παιδί μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του φανταζόταν πως οδηγούσε και τον κυνηγούσαν τέσσερα περιπολικά. Μπορεί τότε να μην ήξερε να οδηγεί, έβλεπε όμως μπροστά του με κάθε λεπτομέρεια όλους τους ελιγμούς που έκανε για να ξεφύγει απ’ τους κυνηγούς του. Σε μια στιγμή φαντάστηκε πως του έσκασαν τα λάστιχα κι έκανε κινήσεις με το σώμα του σαν να ήταν πάνω σ’ ελατήρια. Εκείνη τη μέρα είχε διασκεδάσει πολύ. Με τον εαυτό του έπαιζε πολλά παιχνίδια και τα σενάρια τα έφτιαχνε όπως ήθελε.
Τούτο εδώ όμως ήταν πραγματικό. Ο μόνος τρόπος για να μάθει στοιχεία για τον εφημέριο, ήταν να πάει στην πόλη απ’ την οποία έφυγε ο παπάς την τελευταία φορά. Και λόγω της πίεσης του χρόνου που είχε, δεδομένου ότι τα σύννεφα που μαζεύονταν πάνω απ’ την πόλη είχαν καλύψει πλέον και τις στέγες των σπιτιών παχιά και ζοφερά κι όλα έδειχναν πως σε λίγο διάστημα τίποτα δεν θα μπορούσε πλέον να είναι υπό έλεγχο, ο μόνος τρόπος για να πάρει τις αποδείξεις που ήθελε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ήταν να χρησιμοποιήσει αεροπλάνο. Και μπορεί μεν το Μπάρι να μην διέθετε αεροδρόμιο, η γειτονική πολιτεία όμως είχε.
Τώρα, καθισμένος στην όγδοη σειρά δεξιά θέση παράθυρο και με τις αναταράξεις να του ανακατεύουν τα σωθικά, οι σκηνές απ’ την παιδική του ηλικία διαδέχονταν η μια την άλλη.
Σε περιπτώσεις που η έκβαση των γεγονότων δεν εξαρτάται από σένα, ο ανεξέλεγκτος τρόμος είναι τουλάχιστον μια χαζή αντίδραση. Και ο Τομ μπορεί το τελευταίο διάστημα να μη έλεγχε τις αντιδράσεις του όταν αντίκριζε τη Λώρα, σε γεγονότα όμως επερχόμενης καταστροφής παρέμενε ψύχραιμος. Σχεδόν απαθής. Κανένα ερωτηματικό. Κανένα σενάριο. Μόνο η εικόνα του σερίφη να παίζει πόκερ στον καθρέφτη μ’ ένα τρέμουλο στις κινήσεις και με καταϊδρωμένο πρόσωπο, πώς άραγε του ήρθε στο νου;
Οι αναταράξεις συνεχίζονταν για ώρα. Τίποτα δεν έγινε εν τέλει. Ο μακρύς δρόμος με τις πέτρες μάλλον τελείωσε. Ο Τομ ξαναγύρισε στις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Θα ’ταν μια καλή ευκαιρία να μην ξαναγυρίσει στο Μπάρι μιας και απομακρυνόταν από κει. Όμως τουλάχιστον δύο άτομα εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Και είχε δώσει υπόσχεση στο σκοτωμένο αγόρι που του στοίχειωνε τα όνειρα πως θα προσπαθεί περισσότερο. Κι ήταν αυτή η κατάρα που τον καταδίωκε.




……



Μετά την εξαφάνιση του Τζακ Μάγιερς, τα πράγματα στο Μπάρι είχαν αλλάξει. Ένας ανεπαίσθητος φόβος είχε φωλιάσει στους περισσότερους στην κωμόπολη και οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν γίνει κομματάκι πιο παράξενες. Όχι ότι επικρατούσε και ιδιαίτερη ενότητα στο παρελθόν, τώρα όμως η κοινή απειλή σαν να τους είχε φέρει άλλους πιο κοντά, άλλους πιο μακριά. Το μπαρ του Βικ εξακολουθούσε να είναι σημείο συζητήσεων και συγκεντρώσεων, πόσο μάλλον τώρα που τα ερωτηματικά ήταν περισσότερα. Αυτό για τον Βικ, που συνήθως ήταν αδιάφορος, ήταν ένα συν καθότι η κατανάλωση μπύρας είχε αυξήσει τον δείκτη πωλήσεων, γεγονός που τον χαροποιούσε ιδιαίτερα. Δε πα να χε βαριά συννεφιά με κίτρινες λάμψεις όλο το εικοσιτετράωρο. Τα βαρέλια ήταν ακόμη γεμάτα και ο αφρός λευκός και παχύς. Κι αυτό έκανε τα μάτια του να γίνονται όλο και πιο χαμογελαστά. Πιείτε, πιείτε. Τι άλλο αξίζει άραγε σ’ αυτόν τον κόσμο; Μεθυσμένος όλα τα βλέπεις καλύτερα, έτσι δεν είναι; ΄Αλλωστε, κανείς δεν έφευγε από κει χωρίς να πληρώσει. Κι αν μερικοί είχαν πίστωση, όλο και κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να ξεχρεώσουν κάποια στιγμή. Κι αν όχι σε χρήματα, οι υπηρεσίες παντός είδους ήταν ευπρόσδεκτες. Και τα γούστα του Βικ ήταν ιδιαίτερα. Όλοι το ήξεραν αυτό και κανέναν δεν πείραζε. ΄Η τουλάχιστον κανείς δεν έφερνε και πολλές αντιρρήσεις όταν ο Βικ πήγαινε στο πίσω δωμάτιο και περίμενε να δει νεαρές φρέσκιες παιδούλες να του δείχνουν τις ζωγραφιές τους. Κι εκείνος όλο ενδιαφέρον να τους χαϊδεύει τα πόδια εκεί λίγο πιο πάνω απ’ τις ψηλές τους κάλτσες. Γιατί να χρωστάμε σε κάποιον αφού κάλλιστα μπορούμε να κυκλοφορούμε με το κεφάλι ψηλά; Η ηθική άλλωστε είναι μια έννοια που ολοένα διαμορφώνεται. Εξάλλου, δεν έκανε και κάτι ενοχλητικό ο Βικ. Σε καμία δεν είχε προξενήσει ψυχικό τραύμα. Εκτός από λέγειν είχε και ελαφρύ χέρι. Α, μην ξεχνάμε πως στα νιάτα του είχε σπουδάσει ζωγραφική. Ε, δεν είναι και λίγο κάτι τέτοιο.
Ο Μπαρτ Λέβινσον είχε χτυπήσει οκτάωρο σήμερα στο μπαρ. Αδύνατον να πήγαινε σπίτι. Ποιος θα τον σήκωνε άλλωστε για να τον σύρει ίσαμε ένα χιλιόμετρο δρόμο μέχρι εκεί; Σιγά τώρα μην ασχοληθεί κανείς με τον Μπαρτ. Εξάλλου όταν ήταν μεθυσμένος ήταν σε καλύτερη κατάσταση από όταν ήταν νηφάλιος. Στο μεθύσι του έλεγε και κάνα αστείο. Του τύπου «γιατί άραγε αυτά τα αναθεματισμένα σύννεφα διάλεξαν να εγκατασταθούν πάνω απ’ το Μπάρι και δεν λένε να ξεκουμπιστούν δέκα μέρες τώρα; Και γιατί τα μάτια του θεριού κοιτούν εμένα μερικές φορές;» (ποιου θεριού αγαπητέ Μπαρτ;)
Κάτι τέτοια πέταγε κι έσκαγαν κάνα γέλιο οι υπόλοιποι. Όταν ο Μπαρτ μεθάει, θαρρείς πως όλα συνωμοτούν εναντίον του. Ή μήπως τότε μόνο βλέπει καθαρότερα; Από το πρωί πάντως που ήταν εκεί έπινε τη μια μπύρα μετά την άλλη. Παραδόξως ήταν αμίλητος και προσηλωμένος σ’ αυτό που έκανε. Κι αυτό που τον απασχολούσε, ήταν ένα παιχνίδι με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού όταν αποφάσιζε να αφήσει το ποτήρι που κρατούσε. Σαν να προσπαθούσε να φέρει το ένα δάχτυλο πάνω απ’ το άλλο και να τα βάλει να ισορροπήσουν μεταξύ τους. Παιχνίδι που το έπαιζε στο σχολείο όταν ήταν παιδί και τα ’βαζε με τον εαυτό του όταν δεν τα κατάφερνε. Τώρα, εδώ και ώρες είχε βαλθεί να κάνει τις ίδιες και τις ίδιες κινήσεις και παρατηρούσε πως ούτε μία φορά δεν του ξέφυγαν τα δάχτυλα. Στέκονταν πειθήνια το ένα πάνω στ’ άλλο σχηματίζοντας μια είδους πυραμίδα κι ο Μπαρτ σαν υπνωτισμένος τα παρατηρούσε συνέχεια. Δυο τρεις που τον έβλεπαν απ’ τα διπλανά τραπέζια έκαναν να τον πειράξουν – «Μπαρτ, τα μέτρησες καλά;»- μα το αγριεμένο βλέμμα που τους έριξε τους έκανε να γυρίσουν στα χαρτιά που έπαιζαν. Μόνο ένα γεγονός τον έκανε να σταματήσει την πολύωρη ενασχόλησή του. Ένα γεγονός που το πήρε μυρωδιά μόνο αυτός γιατί ίσως αν το έπαιρναν μυρωδιά και οι υπόλοιποι, τότε δεν θα ήξερε ποιος να πρωτοφύγει απ’ το μπαρ. Κι αν έκαναν όλοι αυτοί που ήταν εκεί μέσα να φύγουν την ίδια στιγμή, τότε το λιγότερο που θα μπορούσε να προκληθεί δεν θα ήταν απλά μια αναμπουμπούλα, μα μια μικρή καταστροφή που θα έκανε τον Βικ να πάθει τρία συνεχόμενα εγκεφαλικά.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Συνέχεια εφημέριου

-5-


Το Μπάρι είναι μια πόλη που όταν κάτι πάει στραβά, μένει αποκλειστικά εκεί. Δεν υπάρχει άλλη περιοχή που να συνορεύει σε απόσταση μικρότερη των εξήντα χιλιομέτρων από κει, γι’ αυτό και τα πάντα γίνονται υπό πλήρη μυστικότητα. Αυτό ενίοτε είναι καλό. Άλλες φορές πάλι όχι. Ειδικά σε περιπτώσεις που θα χρειασθεί όλη η κωμόπολη βοήθεια ποιος θα το μάθει; Αλλά τι λέμε τώρα; Είναι δυνατόν να συμβεί κάτι σε όλη την έκτασή της; Παραμύθια για μικρά παιδιά.
Το θέμα είναι πως ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε τύχει κάτι το τόσο ανησυχητικό ώστε οι κάτοικοι να αισθανθούν απειλή. Κάτι όμως στο πάχος απ’ τα μαύρα σύννεφα που άρχισαν να καλύπτουν τον ουρανό τις τελευταίες ώρες μύριζε καταιγίδα Κι όχι απ’ τις συνηθισμένες, μα απ’ αυτές που σε κάνουν να ριγάς χωρίς να μπορείς να προσδιορίσεις τον ακριβή λόγο.
Η Λώρα κοίταξε τον ουρανό κι έκλεισε το παράθυρο. Κόντευε σούρουπο και ήταν απ’ τις μέρες που η πελατεία είχε αραιώσει. ΄Επιασε τους ώμους της και τους έτριψε μεταξύ τους. Ένα ανεπαίσθητο κρύο της άγγιξε την ραχοκοκαλιά κι ένιωσε την ανάγκη να ρίξει μια ζακέτα πάνω της. Βέβαια ένα αντρικό χάδι θα ήταν ότι έπρεπε αλλά ποιος έχει ότι ζητάει την ώρα που το χρειάζεται; Και ειδικά τέτοιου είδους ηρεμιστικό που προσφέρει εσωτερική ζεστασιά είναι δυσεύρετο, ειδικά αν έχεις να βγεις και να κυκλοφορήσεις κάτι μήνες τώρα μετά από ηθελημένο προσωπικό εγκλεισμό στα ντουβάρια του αγαπημένου σου σπιτιού.
Κοίταξε το ιατρείο της. Οι τοίχοι λευκοί απ’ άκρη σ’ άκρη. Το μισούσε το λευκό και δεν είχε βρει ευκαιρία τόσο καιρό τώρα να το αλλάξει . ΄Ένα απαλό ροδακινί ή λιλά θα ήταν ότι πρέπει για να προσφέρει χαλάρωση στους ασθενείς μα πιο πολύ στην ίδια που ένιωθε ώρες ώρες πως το πολύ φως που ανακλά τις ακτίνες του στους τοίχους θα διαπεράσει τις κόρες των ματιών της και θα της κάψει το μυαλό.
Ευτυχώς που τα σύννεφα καμιά φορά λειτουργούν κατευναστικά. Για τη Λώρα τα σύννεφα ήταν σαν πέπλο μυστηρίου. Της αρέσει το μυστήριο γιατί είναι κάτι που μπορεί είτε να λυθεί είτε όχι. Κι αν αυτό το κάτι δεν μπορείς να το προσδιορίσεις συνήθως σου προκαλεί υπερδιέγερση και η καλή μας η γιατρός έχει ανάγκη από μια γερή δόση από δαύτην. Η ζωή στο Μπάρι τον τελευταίο καιρό είχε χάσει το ενδιαφέρον της και η Λώρα είχε αρχίσει να αναστενάζει σε ώρες περίεργες. Να, σε κάτι σούρουπα σαν κι αυτό λόγου χάρη. Η ηλικία της άλλωστε ήταν ακόμη σε φάση που αποζητούσε μια γερή τσιμπιά στον πισινό ώστε να της δώσει μια καλή δικαιολογία για να πεταχτεί μερικούς πόντους πάνω απ’ το έδαφος. Ναι, το παρατεταμένο πάτημα στο τσιμέντο προκαλεί ισοπέδωση που ξεκινά απ’ τις πατούσες μέχρι την ψυχή. Αυτό της το ’χε πει κι ο καθηγητής της – ναι αυτός που πηδιόταν μαζί του- τον καιρό που την γυρόφερνε. Όταν μετά από κάτι μήνες εκείνος βρήκε άλλη φοιτήτρια για να τη βοηθήσει σε θεωρίες μεταφυσικής η Λώρα προσγειώθηκε απότομα. Ξυπόλητη και χωρίς αλεξίπτωτο. Εντάξει, όλα χρειάζονται στη ζωή. Πώς τα ονομάζουμε είπαμε αυτά; Α, ναι . Εμπειρίες!
Τα σύννεφα που μαζεύονταν εδώ και ώρα δεν μύριζαν βροχή κι αυτό ήταν λίγο παράξενο. Δεν είναι σίγουρο βέβαια πως όλα τα σύννεφα ξεσπούν σε βροχή αλλά αυτά ήταν σαν να συνωμοτούσαν μεταξύ τους. Σαν να μαζεύονταν πάνω από συγκεκριμένα τμήματα της πόλης και να έμεναν εκεί και όλο να χαμήλωναν. Η Λώρα, αρχικά, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό μα όταν ξανακοίταξε μετά από λίγο έξω απ’ το παράθυρο την παραξένεψε ότι σ’ ένα σημείο του ουρανού ορισμένα σύννεφα είχαν πάρει μορφή. Πάνω απ’ το γραφείο του σερίφη είχαν κατέβει απειλητικά και σχεδόν ακουμπούσαν την στέγη. Η Λώρα κοίταξε επίμονα, ώσπου είδε κάτι που την έκανε να κλείσει αμέσως τις βυσσινί κουρτίνες της. Μα είναι δυνατόν τα σύννεφα να ’χουν κίτρινα μάτια;
΄Εσβησε το φως και ανέβηκε στον πάνω όροφο. Στο ιατρείο καμιά φορά επηρεαζόμαστε και πλάθουμε εικόνες. Λογικό είναι να μας περνούν ένα σωρό σκέψεις για υποτιθέμενες αρρώστιες και απειλές. Πόσο μάλλον όταν οι γνώσεις μας περί ιατρικής είναι αυξημένες και η φαντασία μας κομματάκι παραπάνω από εκείνων που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς να υπάρξουν και μόνο με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο.
Το διαμέρισμά της ήταν γεμάτο απ’ τους πίνακες που είχε ζωγραφίσει τον καιρό που ήταν φοιτήτρια. Λάδι με σπατουλάκι δουλεμένο απροσδιόριστα με χρώματα και θέματα που φανέρωναν τάση φυγής. Από πού; Κι από ποιον; Από τον ίδιο μας τον εαυτό, θα έλεγε ένας καλός ψυχολόγος μα κι αυτοί για να σου πουν κάτι τέτοιο χρειάζονται τον χρόνο τους.
Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του καθιστικού της με τρόπο. Τα σύννεφα ακόμη εκεί. Παράξενα, συμπαγή, απειλητικά και μαζεμένα σε επιλεγμένες μεριές. ΄Η μήπως ήταν η ιδέα της; Καμία υποψία κίτρινου χρώματος μέσα τους. Ξεχασμένες λάμψεις απ’ τον ήλιο που έδυε θα ήταν κι η φαντασία της έπλαθε τέρατα. Ας το καλό. ΄Ένα τσάι θα ήταν ότι έπρεπε τέτοια ώρα. Κι ένα μασάζ στα πόδια, ακόμη καλύτερα.
Ο άντρας που περπατούσε πάνω απ’ το κεφάλι της και που τα βήματά του την έκαναν να τον σκέφτεται όλο και περισσότερο, ήταν εκεί από ώρα. Είχε δει τον Τομ να πηγαίνει στο δωμάτιό του πριν κλείσει το ιατρείο της για σήμερα. Περπατούσε στον διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα της χωρίς να κοιτάει πουθενά. Με βήμα αργό και νωχελικό χωρίς παλμό στην κίνηση. Κι αυτό του το περπάτημα της άρεσε γιατί έδειχνε τύπο που δεν τον νοιάζει η εικόνα του. Κι ήταν κι αυτό, μέρος της γοητείας του…
Σκέφτηκε να του πει να κατέβει να της κάνει παρέα στο τσάι της. Μερικές φορές η πολύ σκέψη σε κάνει να αμφιβάλλεις και για τις ίδιες τις προθέσεις σου. Και η Λώρα δεν ήταν σε διάθεση να κάνει αναλύσεις αυτό το βράδυ. ΄Ετσι, αποφασισμένη να μην το μετανιώσει τουλάχιστον του χτύπησε την πόρτα. Ο Τομ της άνοιξε μετά το δεύτερο χτύπημα.
«Καλησπέρα» του είπε η κοπέλα μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο. «΄Εφτιαξα τσάι και είπα να το πιούμε μαζί». Ο Τομ της χαμογέλασε κι έπιασε ασυναίσθητα το σβέρκο του. Δεν του κακόπεφτε η ιδέα να κάνει λίγη παρέα με τη γιατρίνα αλλά αυτό τον καιρό οι μπελάδες του ήταν αυξημένοι. Το να αρχίσουν να τον κατηγορούν για την εξαφάνιση του εφημέριου ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. Δεν του έφταναν τα θέματα που είχε να λύσει με τον εαυτό του, οι αρρωστημένοι κάτοικοι της κωμόπολης κι αυτός ο διαολεμένος σερίφης του έλειπαν.
«Ναι, ένα τσάι δεν θα ’ταν κι άσχημο» άκουσε τα λόγια του να βγαίνουν χωρίς να τα έχει σκεφτεί κι απόρησε κι αυτός πώς στο καλό τα ξεστόμισε έτσι γρήγορα.
Κάθισαν και οι δύο στο καθιστικό της Λώρας και ο Τομ ήπιε μια γουλιά απ’ την κούπα του. Πρώτη φορά είχε περάσει στο διαμέρισμά της και κοιτούσε τριγύρω.
«΄Ομορφοι πίνακες της είπε» χαμογελώντας της ελαφρά, «μα όσο και να φτιάχνεις φως τα σύννεφα έρχονται θέλουν δε θέλουν» συνέχισε αινιγματικά κάνοντας την κοπέλα να πάρει μια έκφραση απορίας.
«Τα είδες κι εσύ;» ρώτησε η Λώρα πηγαίνοντας προς την κουρτίνα και ανοίγοντάς την ελαφρά.
«Ναι», της είπε ο Τομ μη δίνοντας ιδιαίτερο τόνο στην κατάφασή του. Η Λώρα τον κοίταξε και κάθισε κοντά του.
«Είναι φορές που με τρομάζει αυτή η πόλη», του είπε πίνοντας μια γουλιά απ’ το τσάι της. «΄Εχει κάτι που νομίζεις πως περιμένει την κατάλληλη στιγμή να κάνει την εμφάνισή του από κει που κρύβεται. Κι αυτή την αίσθηση την είχα από μικρή», συνέχισε η κοπέλα κοιτάζοντας βαθιά το ζεστό υγρό που έπινε σαν να προσπαθούσε να ανακαλύψει εκεί μέσα τις απαντήσεις που ζητούσε.
Ο Τομ σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Πραγματικά αυτή η πόλη είχε κάτι το παράξενο. Κοίταξε ως πέρα μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα του. Η ξαστεριά που φαινόταν πέρα στις κορφές των βουνών ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη μαυρίλα που είχε μαζευτεί πάνω στο Μπάρι αυτή την ώρα. Και πάνω από μερικά σπίτια ήταν τόσο έντονη που σου έδινε την εντύπωση πως κάτι θα βγει από κει μέσα και θα τα καταπιεί. Κάνοντας ο Τομ να κλείσει την κουρτίνα, το μάτι του πήρε μια κίνηση. Κάτι κίτρινο μέσα στα σύννεφα που ήταν πάνω απ’ το γραφείο του σερίφη έμοιασε να κουνιέται. Κι αμέσως, μια τεράστια αστραπή φώτισε τον τόπο που η λάμψη της φώτισε για αρκετά δευτερόλεπτα όλη την περιοχή.
Η Λώρα πετάχτηκε απ’ τον καναπέ κι έτρεξε κοντά στον Τομ. «Τι ήταν αυτό;» έκανε φοβισμένη και τον ακούμπησε ασυναίσθητα. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή και ο Τομ την κοίταξε έντονα. Απομακρύνθηκε όμως αμέσως από κοντά της και πήγε προς την πόρτα.
«Θα πρέπει να πάω στο δωμάτιό μου», της είπε αμήχανα, σχεδόν απότομα κι η κοπέλα τον κοίταξε κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. Η ώρα δεν ήταν κατάλληλη για οτιδήποτε άλλο εκτός από απομόνωση. Κι η απομόνωση για τον Τομ ήταν ένας τρόπος διαφυγής. Από τι; Απ’ τον εαυτό του ποτέ δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. Το λεν κι οι πίνακες της Λώρας, άλλωστε.




-6-


Ο Τζακ Μάγιερς κατηφόριζε το δρομάκι πίσω απ’ το σπίτι του. Από τότε που η Σάρα τον είχε εγκαταλείψει για κείνον τον αγροίκο απ’ το Σνόουχεντ, είχε πάρει την κάτω βόλτα. Τριγυρνούσε σαν τον τρελό με τις ώρες και μονολογούσε. Παιδιά ευτυχώς δεν είχαν κάνει κι αυτό λόγω του προβλήματος στειρότητάς του. Για χρόνια κατηγορούσε την Σάρα εννοείται, ως και ξύλο της είχε δώσει αποκαλώντας την στείρα σκρόφα και άπειρα άλλα κοσμητικά, ώσπου η Σάρα πήγε κι έκανε εξέταση κρυφά στην πολιτεία του Μένσον και οι γιατροί της είπαν πως δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Οπότε τα άσφαιρα τα είχε ο αγαπημένος της σύζυγος.
Όταν αυτό του το πέταξε πάνω σ’ έναν απ’ τους συνηθισμένους τους καβγάδες καθώς εκείνος της εκτόξευε ένα γυάλινο δοχείο με γάλα, η αντίδρασή του ήταν να αρπάξει το μαχαίρι της κουζίνας και να την κυνηγήσει ως έξω την αυλή βρίζοντάς την χυδαία επειδή τόλμησε να του θίξει τον ανδρισμό.
Παρόλα αυτά, χωρίς την Σάρα ήταν ένα άχρηστο κορμί και το ήξερε καλά κι ο ίδιος. Από τότε που της τον προξένεψαν για να την ξεφορτωθούν απ’ το σπίτι, καθότι ήταν παιδί πολύτεκνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, η Σάρα τον έκανε άνθρωπο. Παιδί νόθο αυτός χωρίς να γνωρίζει τη μάνα και τον πατέρα του, μεγάλωσε με κάτι παππούδες που βρέθηκαν απ’ το πουθενά. ΄Ετσι, ελεύθερος να τριγυρίζει στους δρόμους όλη μέρα είχε αποκτήσει τη δική του νοοτροπία περί ζωής. Ασυμμάζευτος σε όλα. Από το ντύσιμο μέχρι τη συμπεριφορά του.
Μετά το φευγιό της Σάρας, ο Τζακ θυμήθηκε τις παλιές καλές αγαπημένες του συνήθειες. Μεθύσια μέχρι αργά, ακαταστασία μέχρι σημείου να ψάχνει σε ποια θέση είναι το κρεβάτι του, δουλειά μηδέν. Μόνο στην Κυριακάτικη λειτουργία ήταν συνεπής κι αυτό επειδή κάτι τον έσπρωχνε μέσα του να την παρακολουθήσει χωρίς ούτε κι αυτός να ξέρει το γιατί. Από τότε όμως που εξαφανίστηκε ο εφημέριος, χάθηκε κι αυτό που τον έκανε να έχει κάποιο σκοπό.
Τα σύννεφα ήταν πάνω απ’ το σπίτι του εδώ και ο ώρα, μα ο Τζακ φαινόταν να μην τα είχε προσέξει καν. Εκεί όμως που έπινε ουίσκι απ’ το μπουκάλι ενώ ήταν στην βεράντα, ξαφνικά κάτι τον έκανε να πεταχτεί όρθιο και να φύγει με γρήγορες κινήσεις προς το δρομάκι. Πέταξε το μπουκάλι με δύναμη σκορπίζοντας γυαλιά παντού και το μισό του παντελόνι βράχηκε απ’ το ποτό. Δεν τον ένοιαξε καν γιατί διόλου δεν το αισθάνθηκε και βάλθηκε να κατηφορίζει το στενό πίσω απ’ το σπίτι του που κατέληγε στο δάσος. Κοίταξε σε μια στιγμή τα σύννεφα ανέκφραστος και σαν να ακολουθούσε οδηγίες χώθηκε σε κάτι φυλλώματα ανοίγοντάς τα με τα χέρια του.
Αυτή ήταν και η τελευταία κίνηση που έκανε ο Τζακ πριν αρχίσουν την επόμενη ημέρα να αναρωτιούνται στο μπαρ του Βικ πού στο καλό είναι ο παρατημένος σύζυγος ώστε να αρχίσουν οι καλοί και συμπονετικοί κάτοικοι του Μπάρι να τον πειράζουν και να γελούν μεταξύ τους με τα βρισίδια που θα τους εξαπέλυε.