Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Κάποια κεφάλαια...

Ήταν ώρα τώρα που το αναθεματισμένο το αεροπλάνο έκανε αναταράξεις. Σαν να έτρεχε πάνω σε πέτρες με τα λάστιχα σκασμένα. Ο Τομ έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα χείλη του. Όταν ήταν παιδί μέσα στο αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του φανταζόταν πως οδηγούσε και τον κυνηγούσαν τέσσερα περιπολικά. Μπορεί τότε να μην ήξερε να οδηγεί, έβλεπε όμως μπροστά του με κάθε λεπτομέρεια όλους τους ελιγμούς που έκανε για να ξεφύγει απ’ τους κυνηγούς του. Σε μια στιγμή φαντάστηκε πως του έσκασαν τα λάστιχα κι έκανε κινήσεις με το σώμα του σαν να ήταν πάνω σ’ ελατήρια. Εκείνη τη μέρα είχε διασκεδάσει πολύ. Με τον εαυτό του έπαιζε πολλά παιχνίδια και τα σενάρια τα έφτιαχνε όπως ήθελε.
Τούτο εδώ όμως ήταν πραγματικό. Ο μόνος τρόπος για να μάθει στοιχεία για τον εφημέριο, ήταν να πάει στην πόλη απ’ την οποία έφυγε ο παπάς την τελευταία φορά. Και λόγω της πίεσης του χρόνου που είχε, δεδομένου ότι τα σύννεφα που μαζεύονταν πάνω απ’ την πόλη είχαν καλύψει πλέον και τις στέγες των σπιτιών παχιά και ζοφερά κι όλα έδειχναν πως σε λίγο διάστημα τίποτα δεν θα μπορούσε πλέον να είναι υπό έλεγχο, ο μόνος τρόπος για να πάρει τις αποδείξεις που ήθελε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ήταν να χρησιμοποιήσει αεροπλάνο. Και μπορεί μεν το Μπάρι να μην διέθετε αεροδρόμιο, η γειτονική πολιτεία όμως είχε.
Τώρα, καθισμένος στην όγδοη σειρά δεξιά θέση παράθυρο και με τις αναταράξεις να του ανακατεύουν τα σωθικά, οι σκηνές απ’ την παιδική του ηλικία διαδέχονταν η μια την άλλη.
Σε περιπτώσεις που η έκβαση των γεγονότων δεν εξαρτάται από σένα, ο ανεξέλεγκτος τρόμος είναι τουλάχιστον μια χαζή αντίδραση. Και ο Τομ μπορεί το τελευταίο διάστημα να μη έλεγχε τις αντιδράσεις του όταν αντίκριζε τη Λώρα, σε γεγονότα όμως επερχόμενης καταστροφής παρέμενε ψύχραιμος. Σχεδόν απαθής. Κανένα ερωτηματικό. Κανένα σενάριο. Μόνο η εικόνα του σερίφη να παίζει πόκερ στον καθρέφτη μ’ ένα τρέμουλο στις κινήσεις και με καταϊδρωμένο πρόσωπο, πώς άραγε του ήρθε στο νου;
Οι αναταράξεις συνεχίζονταν για ώρα. Τίποτα δεν έγινε εν τέλει. Ο μακρύς δρόμος με τις πέτρες μάλλον τελείωσε. Ο Τομ ξαναγύρισε στις σκέψεις που τον βασάνιζαν. Θα ’ταν μια καλή ευκαιρία να μην ξαναγυρίσει στο Μπάρι μιας και απομακρυνόταν από κει. Όμως τουλάχιστον δύο άτομα εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Και είχε δώσει υπόσχεση στο σκοτωμένο αγόρι που του στοίχειωνε τα όνειρα πως θα προσπαθεί περισσότερο. Κι ήταν αυτή η κατάρα που τον καταδίωκε.




……



Μετά την εξαφάνιση του Τζακ Μάγιερς, τα πράγματα στο Μπάρι είχαν αλλάξει. Ένας ανεπαίσθητος φόβος είχε φωλιάσει στους περισσότερους στην κωμόπολη και οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν γίνει κομματάκι πιο παράξενες. Όχι ότι επικρατούσε και ιδιαίτερη ενότητα στο παρελθόν, τώρα όμως η κοινή απειλή σαν να τους είχε φέρει άλλους πιο κοντά, άλλους πιο μακριά. Το μπαρ του Βικ εξακολουθούσε να είναι σημείο συζητήσεων και συγκεντρώσεων, πόσο μάλλον τώρα που τα ερωτηματικά ήταν περισσότερα. Αυτό για τον Βικ, που συνήθως ήταν αδιάφορος, ήταν ένα συν καθότι η κατανάλωση μπύρας είχε αυξήσει τον δείκτη πωλήσεων, γεγονός που τον χαροποιούσε ιδιαίτερα. Δε πα να χε βαριά συννεφιά με κίτρινες λάμψεις όλο το εικοσιτετράωρο. Τα βαρέλια ήταν ακόμη γεμάτα και ο αφρός λευκός και παχύς. Κι αυτό έκανε τα μάτια του να γίνονται όλο και πιο χαμογελαστά. Πιείτε, πιείτε. Τι άλλο αξίζει άραγε σ’ αυτόν τον κόσμο; Μεθυσμένος όλα τα βλέπεις καλύτερα, έτσι δεν είναι; ΄Αλλωστε, κανείς δεν έφευγε από κει χωρίς να πληρώσει. Κι αν μερικοί είχαν πίστωση, όλο και κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να ξεχρεώσουν κάποια στιγμή. Κι αν όχι σε χρήματα, οι υπηρεσίες παντός είδους ήταν ευπρόσδεκτες. Και τα γούστα του Βικ ήταν ιδιαίτερα. Όλοι το ήξεραν αυτό και κανέναν δεν πείραζε. ΄Η τουλάχιστον κανείς δεν έφερνε και πολλές αντιρρήσεις όταν ο Βικ πήγαινε στο πίσω δωμάτιο και περίμενε να δει νεαρές φρέσκιες παιδούλες να του δείχνουν τις ζωγραφιές τους. Κι εκείνος όλο ενδιαφέρον να τους χαϊδεύει τα πόδια εκεί λίγο πιο πάνω απ’ τις ψηλές τους κάλτσες. Γιατί να χρωστάμε σε κάποιον αφού κάλλιστα μπορούμε να κυκλοφορούμε με το κεφάλι ψηλά; Η ηθική άλλωστε είναι μια έννοια που ολοένα διαμορφώνεται. Εξάλλου, δεν έκανε και κάτι ενοχλητικό ο Βικ. Σε καμία δεν είχε προξενήσει ψυχικό τραύμα. Εκτός από λέγειν είχε και ελαφρύ χέρι. Α, μην ξεχνάμε πως στα νιάτα του είχε σπουδάσει ζωγραφική. Ε, δεν είναι και λίγο κάτι τέτοιο.
Ο Μπαρτ Λέβινσον είχε χτυπήσει οκτάωρο σήμερα στο μπαρ. Αδύνατον να πήγαινε σπίτι. Ποιος θα τον σήκωνε άλλωστε για να τον σύρει ίσαμε ένα χιλιόμετρο δρόμο μέχρι εκεί; Σιγά τώρα μην ασχοληθεί κανείς με τον Μπαρτ. Εξάλλου όταν ήταν μεθυσμένος ήταν σε καλύτερη κατάσταση από όταν ήταν νηφάλιος. Στο μεθύσι του έλεγε και κάνα αστείο. Του τύπου «γιατί άραγε αυτά τα αναθεματισμένα σύννεφα διάλεξαν να εγκατασταθούν πάνω απ’ το Μπάρι και δεν λένε να ξεκουμπιστούν δέκα μέρες τώρα; Και γιατί τα μάτια του θεριού κοιτούν εμένα μερικές φορές;» (ποιου θεριού αγαπητέ Μπαρτ;)
Κάτι τέτοια πέταγε κι έσκαγαν κάνα γέλιο οι υπόλοιποι. Όταν ο Μπαρτ μεθάει, θαρρείς πως όλα συνωμοτούν εναντίον του. Ή μήπως τότε μόνο βλέπει καθαρότερα; Από το πρωί πάντως που ήταν εκεί έπινε τη μια μπύρα μετά την άλλη. Παραδόξως ήταν αμίλητος και προσηλωμένος σ’ αυτό που έκανε. Κι αυτό που τον απασχολούσε, ήταν ένα παιχνίδι με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού όταν αποφάσιζε να αφήσει το ποτήρι που κρατούσε. Σαν να προσπαθούσε να φέρει το ένα δάχτυλο πάνω απ’ το άλλο και να τα βάλει να ισορροπήσουν μεταξύ τους. Παιχνίδι που το έπαιζε στο σχολείο όταν ήταν παιδί και τα ’βαζε με τον εαυτό του όταν δεν τα κατάφερνε. Τώρα, εδώ και ώρες είχε βαλθεί να κάνει τις ίδιες και τις ίδιες κινήσεις και παρατηρούσε πως ούτε μία φορά δεν του ξέφυγαν τα δάχτυλα. Στέκονταν πειθήνια το ένα πάνω στ’ άλλο σχηματίζοντας μια είδους πυραμίδα κι ο Μπαρτ σαν υπνωτισμένος τα παρατηρούσε συνέχεια. Δυο τρεις που τον έβλεπαν απ’ τα διπλανά τραπέζια έκαναν να τον πειράξουν – «Μπαρτ, τα μέτρησες καλά;»- μα το αγριεμένο βλέμμα που τους έριξε τους έκανε να γυρίσουν στα χαρτιά που έπαιζαν. Μόνο ένα γεγονός τον έκανε να σταματήσει την πολύωρη ενασχόλησή του. Ένα γεγονός που το πήρε μυρωδιά μόνο αυτός γιατί ίσως αν το έπαιρναν μυρωδιά και οι υπόλοιποι, τότε δεν θα ήξερε ποιος να πρωτοφύγει απ’ το μπαρ. Κι αν έκαναν όλοι αυτοί που ήταν εκεί μέσα να φύγουν την ίδια στιγμή, τότε το λιγότερο που θα μπορούσε να προκληθεί δεν θα ήταν απλά μια αναμπουμπούλα, μα μια μικρή καταστροφή που θα έκανε τον Βικ να πάθει τρία συνεχόμενα εγκεφαλικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: